Μητιόεντα

Μητιόεντα
Μητιόεις
wise in counsel
neut nom/voc/acc pl
Μητιόεις
wise in counsel
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μητιόεντα — Μητιόεις wise in counsel neut nom/voc/acc pl Μητιόεις wise in counsel masc acc sg μητιόεις wise in counsel neut nom/voc/acc pl μητιόεις wise in counsel masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μητιόεις — μητιόεις, εσσα, εν (Α) 1. (ως επίθ. τού Διός) αυτός που έχει σύνεση ή αυτός που παρέχει καλές συμβουλές 2. (για πράγματα) αυτός που έχει παρασκευαστεί με σύνεση, ο ωφέλιμος («φάρμακα μητιόεντα», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆτις (Ι) + επίθημα όεις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”